- δμωήν
- δμωήfemale slave taken in warfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δμωή — και δμῳή, η (Α) 1. αιχμάλωτη πολέμου 2. υπηρέτρια, δούλα 3) (για άψυχα) εργαλείο, όργανο («δμωὴν... μάκελλαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. θηλ. του δμως*] … Dictionary of Greek